βακτήριον

Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

τό, Dim. of βακτηρία, Ar.Ach.448, Men.Sam. 232 βακτηρ-ίς, ίδος, ἡ, A = βακτηρία, prob. in Achae.21.

German (Pape)

[Seite 427] τό, Stöckchen, Ar. Ach. 448; πτωχικόν ir. bei Poll. 10, 173.

Greek (Liddell-Scott)

βακτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ βακτηρία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 448· - οὕτω βακτηρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάλιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de βακτηρία bastoncito δέομαι ... πτωχικοῦ βακτηρίου me falta un bastoncito de mendicante Ar.Ach.448, cf. Fr.141.

Greek Monolingual

βακτήριον, το (Α) βακτηρία
(υποκορ. του βακτηρία) μικρό μπαστούνι.

Greek Monotonic

βακτήριον: τό, υποκορ. του βακτηρία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βακτήριον: τό Arph. = βακτηρία 1.

Middle Liddell

[Dim. of βακτηρία, Ar.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βακτήριον -ου, τό stok(je).

English (Woodhouse)

staff