γλυκύχυμος

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, = foreg., Gal.11.494; A δίαιτα Paul.Aeg.2.15:—Subst. γλῠκῠ-χῡμία, ἡ, Gal.14.749.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύχῡμος: -ον, = γλυκύχυλος, Γαλην. 13, 42 b.

Spanish (DGE)

-ον
de dulce jugo φάρμακα Gal.11.494, δίαιτα Paul.Aeg.2.15.

Greek Monolingual

γλυκύχυμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό χυμό
2. (για γάλα) εύγευστος
3. (για νερό) δροσερός.