γεροῖα

Revision as of 21:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

τά, A tales of old time, Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).

Spanish (DGE)

τά cosas de otro tiempo f.l. por Ϝεροῖα Corinn.2(b).2.

Greek Monolingual

γεροῑα, τα (Α)
διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῑα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -οιος.