ονοματικός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀνοματικός, -ή, -όν) όνομα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός
2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» — προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα, ουσιαστικό ή επίθετο, ή επέχει θέση ονόματος)
νεοελλ.
φρ. «ονοματικός ορισμός»
(λογ.) ορισμός που ερμηνεύει το όνομα, την ονομασία μιας έννοιας
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνοματικά
τα ουσιαστικά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνοματική
η διδασκαλία σχετικά με τον σχηματισμό και τη σημασιολογική υπόσταση τών λέξεων
3. φρ. «ὀνοματική ὕπαρξις» — ύπαρξη κατ' όνομα μόνο, σε αντιδιαστολή προς την ουσιώδη.
επίρρ...
ονοματικώς και -ά (Α ὀνοματικῶς)
με όνομα
αρχ.
με μορφή ονόματος.