γωνιαῖος

Revision as of 21:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

α, ον, A on or at the angle, λίθος LXXJb.38.6, cf. IG12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.BJ5.3.5; also γωνιήϊος BCH26.64 (Delph.). II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.

German (Pape)

[Seite 512] eckig, στυλίς Dion. Hal. 3, 21; ῥῆμα Plut. com. Lac. fr. 2.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τπης γωνίας ἢ κατὰ τὴν γωνίαν, στυλὶς Διον. Ἁλ. 3. 22, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 19. ΙΙ.= γωνιώδης, γ. ῥῆμα, δηλ. δυσπρόφερτον, Πλάτ. Κωμ. Λακων. 2.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): γωνιήϊος CID 2.59.1.42, 62.2B.67 (ambas IV a.C.); γωνιεῖος PRyl.567.3 (III a.C.), PCair.Zen.745.54 (III a.C.); tes. γουνιαῖος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189 (Tesalia II a.C.)
1 angular, esquinero τρίγλυφος CID ll.cc., λίθος LXX Ib.38.6, PCair.Zen.l.c., πύργος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.15, 190B.54 (Tesalia II a.C.), στυλίς D.H.3.22, τὸ γωνιαῖον αὐτοῦ (τοῦ τείχους) μέρος I.BI 5.133
subst. ἡ γ. piedra angular, IG 13.474.19 (V a.C.), PRyl.l.c., PLond.2054.11 (III a.C.)
τὸ γ. esquina ἂτ τοῖ γουνιαίοι τοῖ επιστρέφοντος ποτ' πέτροτον πύργον desde la esquina que tuerce hacia la cuarta torre, Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.2, cf. 191B.71 (Tesalia II a.C.).
2 fig. esquinado, difícil de pronunciar ῥῆμα Pl.Com.67.
3 subst. ἡ γ. cierta piedra preciosa Plin.HN 37.164.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γωνιαῑος, -α, -ον) γωνία
1. αυτός που έχει γωνίες
2. αυτός που βρίσκεται σε γωνία
αρχ.
φρ. «γωνιαῑον ῥῆμα» — λέξη που προφέρεται δύσκολα.