Σιδοῦς

Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

English (LSJ)

οῦντος, ὁ, Sidus, a place near Corinth, where pomegranates grew, X.HG4.4.13, Rhian.2; also Σιδόεις, Euph.11, Nic.Fr.50: Adj. Σῐδούντιος, α, ον, St.Byz.; fem. σῐδηρ-τιάς, άδος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Σῐδοῦς: -οῦντος, ὁ, τόπος τις πλησίον τῆς Κορίνθου ἔνθα (ἀναμφιβόλως) ἐφύοντο ῥοιαί, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 13, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ὡσαύτως Σιδόεις. Εὐφορ. κλπ. παρ’ Ἀθην. 82Α· ἐπίθετ. Σῐδούντιος, α, ον, Στέφ. Βυζ.· θηλ. -τιάς, -άδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο / Σιδοῡς, -οῡντος, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. Σιδόεις, -εντος, Α
αρχ.
οχυρή πόλη κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, επίνειο της Κορίνθου και της Μεγαρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις / -οῦς. Η πόλη ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι στην περιοχή ευδοκιμούσαν οι ροδιές].

Russian (Dvoretsky)

Σῑδοῦς: οῦντος ἡ стяж. = Σιδόεις.