έρινος

Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἔρινος)
βοτ.
1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη
2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός
μσν.
το φυτό επιμήδιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας].
(II)
ἔρινος, -η, -ον (Μ) έριον
μάλλινος, από μαλλί (βλ. ερίνεος).