άζυξ

Revision as of 22:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἄζυξ, (-υγος), ο, η, το (AM)
1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον
2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος
3. απομονωμένος, μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ του ρ. ζεύγνυμι.