ίθμα

Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἴθμα, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἴθματα
α) ίχνη, πατήματα, βήματα
β) κίνηση
γ) τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι- του ρ. και επίθημα -θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με -θ- της κατάλ. -μα (πρβλ. άσθμα). Η λ., σύνθετη με πρόθεση, μαρτυρείται στον τ. εἰσίθμη «είσοδος»].