ἴθμα
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
English (LSJ)
-ατος, τό,
A (εἶμι ibo), always in plural, step, motion, πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι Il.5.778, h.Ap.114.
II feet, Call.Cer.58.
German (Pape)
[Seite 1245] τό, Gang, Bewegung überhaupt; αἱ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι Il. 5, 778; h. Ap. 114; Callim. Cer. 59.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
marche ; mouvement.
Étymologie: R. Ἰ, aller ; cf. ἰθύς.
Russian (Dvoretsky)
ἴθμα: ατος τό походка, поступь или движение: τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ᾽ ὁμοῖαι Hom., HH (богини), походкой подобные робким голубкам.
Greek (Liddell-Scott)
ἴθμα: τό, (εἶμι) βάδισμα, βῆμα, πελειάσιν ἴθμαθ’ ὁμοῖαι Ἰλ. Ε. 778, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 114, Καλλ. εἰς Δήμ. 59.
English (Autenrieth)
ατος: step, gait, pl., Il. 5.778†.
Greek Monolingual
ἴθμα, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἴθματα
α) ίχνη, πατήματα, βήματα
β) κίνηση
γ) τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι- του ρ. και επίθημα -θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με -θ- της κατάλ. -μα (πρβλ. άσθμα). Η λ., σύνθετη με πρόθεση, μαρτυρείται στον τ. εἰσίθμη «είσοδος»].
Greek Monotonic
ἴθμα: -ατος, τό (εἶμι, Λατ. ibo), βάδισμα, βήμα, κίνηση, σε Ομήρ. Ιλ.