ο (Α ἴλαρχος)νεοελλ.ο λοχαγός του ιππικού στον παλαιό στρατό2. ο λοχαγός τεθωρακισμένωναρχ.ιλάρχης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἴλη + -αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος, ταξί-αρχος].