αγωνοθεσία

Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀγωνοθεσία)
θέσπιση αγώνων και εποπτεία της διεξαγωγής τους
αρχ.
το αξίωμα και το έργο του αγωνοθέτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγωνοθέτης.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσιακός].