ἀγωνοθεσία
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἡ, office of ἀγωνοθέτης, direction or exhibition of games, IG2.379 (iii B. C.), Nic.Dam.Vit.Caes.9, Plu.Ages.21, etc.: pl., prob. in Phld.Rh.2.27 S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cargo de ἀγωνοθέτης, presidencia de los juegos, IG 22.834.6 (III a.C.), Plu.Ages.21, JRCil.2.19.4 (III d.C.), Gerasa 192.14 (II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction d'agonothète.
Étymologie: ἀγωνοθέτης.
German (Pape)
ἡ, Anordnung des Kampfes, Kampfrichteramt, Plut. Agesil. 21.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνοθεσία: ἡ звание или обязанности агонотета Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνοθεσία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀγωνοθέτου, δηλ. ἡ διεύθυνσις ἢ συγκρότησις ἀγώνων, Πλουτ. Ἀγησ. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 2785, καὶ ἀλλ., Πολυδ. 3. 140.
Greek Monotonic
ἀγωνοθεσία: ἡ, το αξίωμα και η εξουσία του ἀγωνοθέτου, η διεύθυνση των αγώνων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
the office of ἀγωνοθέτης, direction of games, Plut.