Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εποπτεία

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

η (AM ἐποπτεία) εποπτεύω
νεοελλ.
επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης της επιχειρήσεως»)
μσν.- νεοελλ.
1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα»)
2. σαφής γνώση του συνόλου και τών επιμέρους στοιχείων κάποιου θέματος
αρχ.
(αξίωμα στα ελευσίνια μυστήρια) ο ανώτατος βαθμός, επιστασία («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», Πλούτ.).