αερογέννητος

Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που γεννήθηκε, που δημιουργήθηκε από τον αέρα
(κυρίως με μτφ. σημ.) ο δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο, κενός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + γεννητός < γεννώ].