αιριάρης

Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα του σιταριού από την αίρα
2. ως επίθ. αιριάρης, -a, -ικο, αυτός που περιέχει αίρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίρα.
ΠΑΡ. αιριαρίζω].