αλατικό
Greek Monolingual
το (Α ἀλατικό)
η μερίδα του αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν κατόπιν με χρήματα και γενικά μισθός, σύνταξη (λατιν. salarium).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλας
απόδοση στα Ελληνικά του λατ. salarium, ουδ. του επίθ. salarius «ο σχετικός με το αλάτι», < sal-lis «αλάτι»].