αλιτήμερος
Greek Monolingual
ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- του αορ. β΄ ἤλιτον του ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός του επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος].
ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- του αορ. β΄ ἤλιτον του ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός του επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος].