ο (Α ἀλσοκόμος)αυτός που περιποιείται και συντηρεί άλσος, ο φύλακας άλσους.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλσος + -κόμος < κομῶ.ΠΑΡ. αλσοκομία, αλσοκομικόςαρχ.ἀλσοκομῶ].