αλσοκομικός

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁλσοκομικός, -ή, -όν) ἀλσοκόμος
1. ο σχετικός με την αλσοκομία
2. το θηλ. ως ουσ. η αλσοκομική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του αλσοκόμου, η αλσοκομία.