αλσοκομία

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλσοκομία) ἀλσοκόμος
1. η συντήρηση και επιμέλεια τών δασών
2. το έργο ή η τέχνη του αλσοκόμου.