αμφιθεατρικός

Revision as of 23:36, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο
2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)].