διακαλύπτω

Revision as of 00:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

—Pass., fut. A -καλυφθήσομαι D.11.13:—reveal, βουλεύματα D.H.5.54, cf. J.BJ6.3.4, Plu.2.764b:—Med., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον throw aside one's cloak, Ael.VH5.19:—Pass., D. l.c.

German (Pape)

[Seite 580] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen.

Greek (Liddell-Scott)

διακαλύπτω: μέλλ. -ψω, φανερώνω, ἀποκαλύπτω, Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον, ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.

French (Bailly abrégé)

découvrir aux regards;
Moy. διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ ἱμάτιον ÉL son vêtement.
Étymologie: διά, καλύπτω.

Spanish (DGE)

1 descubrir, dejar a la vista, revelar βουλεύματα D.H.5.54, τὰ λείψανα τοῦ τέκνου I.BI 6.209, τὰ σύμβολα Ph.2.484, cf. Plu.2.764a, Alex.17, Lib.Ep.410.3, en v. pas. διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα D.11.13, τὰ τοιαῦτα στρατηγήματα Ph.2.344, cf. I.BI 4.268, 1.606.
2 en v. med. desnudarse, quitarse τὸ ἱμάτιον Ael.VH 5.19.

Greek Monolingual

διακαλύπτω (Α)
1. αποκαλύπτω, φανερώνω
2. διακαλύπτομαι
αποβάλλω τα ενδύματά μου.

Greek Monotonic

διακαλύπτω: μέλ. -ψω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διακᾰλύπτω: открывать, обнаруживать (τι ὑπό τι Plut.; τότε διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα Dem.).

Middle Liddell

fut. ψω
to reveal to view, Dem.