A carve, Eub.15.4 (Pass.).
διαρρᾰχίζω: διασχίζω, διαχωρίζω, κόπτω, κατακόπτω, Εὔβουλ. Αὐγ. 1.
(διαρρᾰχίζω)cortar, trinchar en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.