διαρραχίζω
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Full diacritics: διαρρᾰχίζω | Medium diacritics: διαρραχίζω | Low diacritics: διαρραχίζω | Capitals: ΔΙΑΡΡΑΧΙΖΩ |
Transliteration A: diarrachízō | Transliteration B: diarrachizō | Transliteration C: diarrachizo | Beta Code: diarraxi/zw |
carve, Eub.15.4 (Pass.).
(διαρρᾰχίζω)
cortar, trinchar en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.
διαρρᾰχίζω: διασχίζω, διαχωρίζω, κόπτω, κατακόπτω, Εὔβουλ. Αὐγ. 1.