δορισθενής

Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A mighty with the spear, A.Ch.158 (δορυσθενής cod. Med., as in h.Hom.8.3); βασιλῆες AP9.475.

Greek (Liddell-Scott)

δορισθενής: -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ δόρυ, Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
puissant par la lance.
Étymologie: δόρυ, σθένος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): δορυ- h.Mart.3
poderoso con la lanza, fuerte en la guerra epít. de Ares h.Mart.l.c., ἀνήρ A.Ch.160, βασιλῆες IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), AP 9.475, cf. Antim.118.3 (cj.).

Greek Monolingual

δορισθενής και δορυσθενής, -ές (Α)
ισχυρός, δυνατός στο δόρυ.

Greek Monotonic

δορισθενής: -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορισθενής: Anth. = δορυσθενής.

Middle Liddell

δορισθενής, ές adj σθένος
mighty with the spear, Aesch.