δυναμερός

Revision as of 01:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ά, όν, A potent, of drugs: hence as Subst., φυσικὰ δυναμερά, title of work by Ps.-Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, cf. Archig. ap. Aët. 3.114.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμερός, -ά, -όν)
1. δυνατός, ισχυρός
2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχή
αρχ.-μσν.
(για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός.