δρησμοσύνη

Revision as of 01:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = δρηστοσύνη, δ. ἱερῶν care of the holy rites, h.Cer. 476. II = δρασμός, Max.351.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ (δράω), der heilige Opferdienst, ἱερῶν H. h. Cer. 476. – Bei Sp. = δρησμός.

Greek (Liddell-Scott)

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, δρ. ἱερῶν, φροντίς, ἐπιμέλεια ἱερῶν τελετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 476. ΙΙ. δρασμός, Μάξιμ. π. καταρχ. 351.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ huida Max.351, cf. δρασμός.
-ης, ἡ
celebración, cumplimiento ἱερῶν h.Cer.476, expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία Hsch., EM 287.1G.

Greek Monolingual

δρησμοσύνη, η (Α)
1. η δρηστοσύνη
2. η δραπέτευση.

Greek Monotonic

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

δρησμοσύνη: (ῠ) ἡ HH = *δραστοσύνη.

Middle Liddell

δρησμοσύνη, ἡ, n = δρηστοσύνη
Lat. cultus, Hhymn.