δραπέτευση

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

η (AM δραπέτευμα, το
Μ και δραπέτευσις, η)
απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά.