Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δραπέτευση

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

η (AM δραπέτευμα, το
Μ και δραπέτευσις, η)
απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά.