δραπέτευση
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
η (AM δραπέτευμα, το
Μ και δραπέτευσις, η)
απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά.
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
η (AM δραπέτευμα, το
Μ και δραπέτευσις, η)
απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά.