δυσπάλαμος
English (LSJ)
[πᾰ], ον, A hard to struggle with, δόλοι θεῶν A.Eu.847 (lyr.); hard to beat, περὶ τὴν τέχνην Tz. ap. Suid. s.v. Λυκόφρων. II helpless: Adv. δυσπαλάμως, ὀλέσθαι to perish helplessly, A.Supp.867 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 686] (παλάμη). 1) wer sich nicht zu helfen weiß, rathlos; δυσπαλάμως ὄλοιο Aesch. Suppl. 847. – 2) der sich auf schlimme Kunstgriffe versteht, Hesych. κακότεχνον; so δόλοι Aesch. Eum. 809; – 840 aber = heillos.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάλᾰμος: -ον, δυσκαταπάλαιστος, δυσκατάβλητος, δυσκατανίκητος, ὡς τὸ ἀπάλαμος, δόλοι θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. ΙΙ. ἀδαής, ἀδέξιος, περί τι Τζέτζ. - Ἐπίρρ. δυσπαλάμως ὀλέσθαι, ἄνευ ἐλπίδος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 867.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, παλάμη.
Spanish (DGE)
(δυσπάλᾰμος) -ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
I 1difícil de combatir, ineluctable θεῶν ... δόλοι A.Eu.847, 880.
2 poco diestro ἀνήρ Tz.Ep.21.
II adv. -ως de manera ineluctable ὀλέσθαι A.Supp.867.
Greek Monolingual
δυσπάλαμος, -ον (AM)
μσν.
αδέξιος
αρχ.
αυτός που δύσκολα καταβάλλεται.
Greek Monotonic
δυσπάλᾰμος: -ον (πᾰλάμη), ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάλᾰμος: (πᾰ) Aesch. = δυσπάλαιστος.
Middle Liddell
δυσ-πάλᾰμος, ον [πᾰλάμη]
hard to conquer, Aesch.