δυσόνειρος

Revision as of 01:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A full of ill dreams, ὕπνος Plu.2.15b. II bringing ill dreams, βρώματα ib.734f, cf. Dsc.2.105.

German (Pape)

[Seite 685] böse Träume habend, ὕπνος Plut. Amator. 20; böse Träume erregend, βρώματα Symp. 8, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόνειρος: -ον, πλήρης κακῶν ὀνείρων, ὕπνος Πλούτ. 2. 15Β· -ἐπιφέρων κακὰ ὄνειρα, βρώματα αὐτόθι 734Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait de mauvais rêves;
2 qui provoque de mauvais rêves.
Étymologie: δυσ-, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον
1 lleno de pesadillas, agitado ὕπνος por una mala digestión, Plu.2.15b
de pers. que tiene malos sueños o sufre pesadillas δυσόνειροι πολλοῖσι ἀλλοκότοισι Aret.SD 1.4.3, ἄνθρωπος PMag.Christ.10.38.
2 que produce pesadillas βρώματα Arist.Fr.242, φαντασμάτια Plu.2.766b, de una planta, Dsc.2.105.

Greek Monolingual

δυσόνειρος, -ον (Α)
1. ο γεμάτος κακά όνειρα
2. αυτός που προκαλεί κακά όνειρα.

Russian (Dvoretsky)

δυσόνειρος:
1) посещаемый тяжелыми сновидениями (ὕπνος Plut.);
2) вызывающий тяжелые сны (βρώματα Plut.).