δυσόνειρος
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
δυσόνειρον,
A full of ill dreams, ὕπνος Plu.2.15b.
II bringing ill dreams, βρώματα ib.734f, cf. Dsc.2.105.
Spanish (DGE)
-ον
1 lleno de pesadillas, agitado ὕπνος por una mala digestión, Plu.2.15b
•de pers. que tiene malos sueños o sufre pesadillas δυσόνειροι πολλοῖσι ἀλλοκότοισι Aret.SD 1.4.3, ἄνθρωπος PMag.Christ.10.38.
2 que produce pesadillas βρώματα Arist.Fr.242, φαντασμάτια Plu.2.766b, de una planta, Dsc.2.105.
German (Pape)
[Seite 685] böse Träume habend, ὕπνος Plut. Amator. 20; böse Träume erregend, βρώματα Symp. 8, 10, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait de mauvais rêves;
2 qui provoque de mauvais rêves.
Étymologie: δυσ-, ὄνειρος.
Russian (Dvoretsky)
δυσόνειρος:
1 посещаемый тяжелыми сновидениями (ὕπνος Plut.);
2 вызывающий тяжелые сны (βρώματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσόνειρος: -ον, πλήρης κακῶν ὀνείρων, ὕπνος Πλούτ. 2. 15Β· -ἐπιφέρων κακὰ ὄνειρα, βρώματα αὐτόθι 734Ε.
Greek Monolingual
δυσόνειρος, -ον (Α)
1. ο γεμάτος κακά όνειρα
2. αυτός που προκαλεί κακά όνειρα.