δυσνίκητος

Revision as of 01:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], ον, A hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).

Greek (Liddell-Scott)

δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.

Greek Monolingual

δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.

Greek Monotonic

δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσνίκητος: (ῑ)
1) труднопобедимый (Πελοπίδας Plut.; ἔρως Anth.);
2) непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου φύσις Plut.).

Middle Liddell

δυσ-νίκητος, ον [νῑκάω]
hard to conquer, Plut.