δύσογκος

Revision as of 01:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.

German (Pape)

[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très lourd.
Étymologie: δυσ-, ὄγκος.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de transportar, demasiado pesado πλοῦτος Plu.Aem.12.

Greek Monolingual

δύσογκος, -ον (Α)
πάρα πολύ βαρύς.

Greek Monotonic

δύσογκος: -ον, υπερβολικός σε όγκο, φορτικός, ασήκωτος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δύσογκος: непомерно тяжелый, обременительный (πλοῦτος Plut.).

Middle Liddell

δύσ-ογκος, ον
over heavy, burdensome, Plut.