εὐκέραος

Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with beautiful horns, Mosch.2.52; Διόνυσος AP9.827 (Ammon.).

German (Pape)

[Seite 1074] = εὔκερως; Διόνυσος Ammon. 2 (IX, 827); Μήνη Man. 1, 74; βόες Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέραος: -ον, ἔχων ὡραῖα κέρατα, Μόσχ. 9. 52, Ἀνθ. Π. 9. 827· πρβλ. εὔειρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.

Greek Monotonic

εὐκέραος: -ον (κέρας), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. εὔκερως, -ων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκέραος: Anth. = εὔκερως.

Middle Liddell

εὐ-κέραος, ον κέρας
with beautiful horns, Mosch.: —contr. εὔκερως, ων, Soph.