Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐκέραος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκέρᾰος Medium diacritics: εὐκέραος Low diacritics: ευκέραος Capitals: ΕΥΚΕΡΑΟΣ
Transliteration A: eukéraos Transliteration B: eukeraos Transliteration C: efkeraos Beta Code: eu)ke/raos

English (LSJ)

εὐκέραον, with beautiful horns, Mosch.2.52; Διόνυσος AP9.827 (Ammon.).

German (Pape)

[Seite 1074] = εὔκερως; Διόνυσος Ammon. 2 (IX, 827); Μήνη Man. 1, 74; βόες Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

εὐκέραος: Anth. = εὔκερως.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέραος: -ον, ἔχων ὡραῖα κέρατα, Μόσχ. 9. 52, Ἀνθ. Π. 9. 827· πρβλ. εὔειρος.

Greek Monotonic

εὐκέραος: -ον (κέρας), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. εὔκερως, -ων, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐ-κέραος, ον κέρας
with beautiful horns, Mosch.: —contr. εὔκερως, ων, Soph.