εὔκερως
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
ων, having lovely horns, with beautiful horns contr. for εὐκέραος, ἄγρα S.Aj.64; (τράγος) Herod. 8.17: neut. pl., τὰ εὔκερω Max.Tyr.35.7: acc. pl. εὐκέρωτας Gp.18.1.3:—poet. ἠΰκερος, Μήνη Doroth. ap. Heph.Astr.3.30.
German (Pape)
[Seite 1074] ωτος, wohl gehörnt, ἄγρα Soph. Ai. 64. 290, beidemal im accus., s. ἠΰκ. u. εὐκέραος.
French (Bailly abrégé)
ας, ων;
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.
Russian (Dvoretsky)
εὔκερως: ων украшенный красивыми или длинными рогами (ἄγρα = βοῦς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκερως: -ων, συνῃρ. ἀντὶ εὐκέραος· γεν. εὐκέρωτος Γεωπ. 18. 1, 3.
Greek Monolingual
-ων (Α εὔκερως, -ων και ασυναίρ. εὐκέραος, -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)
νεοελλ.
ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
επίρρ...
εὐκεράως (Α)
με ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κερως, (< κέρας), πρβλ. άκερως, μονόκερως].