εὐγάλακτος

Revision as of 01:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[γᾰ], ον, A yielding much or good milk, αἴξ Alciphr.3.21; τροφός Orib.Eup.1.1 (Sup.); νομή Gal.19.121: heterocl. nom. pl. εὐγάλακτες, = εὔτροφοι, Hsch. II εὐγάλακτον, τό, a plant, = γλαύξ, Plin.HN27.82.

German (Pape)

[Seite 1059] wohlgesäugt, wohlgenährt, αἴξ, Alciphr. 3, 21; den plur. εὐγάλακτες (wie von εὐγάλαξ) hat Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγάλακτος: -ον, ἐπὶ αἰγός, παρέχουσα καλὸν γάλα, Ἀλκίφρων 3. 21. - Παρ’ Ἡσύχ. ἑτεροκλίτως, «εὐγάλακτες· εὔτροφοι».

Greek Monolingual

εὐγάλακτος, -ον (Α)
1. αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας γάλα (α. «εὐγάλακτος αἴξ» β. εὐγάλακτος τροφός»)
2. (για ζωοτροφή) κατάλληλος για την παραγωγή γάλακτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγάλακτον
ονομασία του φυτού γλαύξ.