εὔχρυσος

Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A rich in gold, of the Pactolus, S.Ph.394 (lyr.); Σάρδεις Max.Tyr.27.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1110] goldreich, Πακτωλός Soph. Phil. 393.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, ἐπὶ τοῦ Πακτωλοῦ, Σοφ. Φιλ. 394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en or.
Étymologie: εὖ, χρυσός.

Greek Monolingual

εὔχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος, άφθονος σε χρυσό («τὸν μέγαν Πακτωλὸν ἐύχρυσον», Σοφ.).

Greek Monotonic

εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔχρῡσος: богатый золотом (Πακτωλός Soph.).

Middle Liddell

εὔ-χρῡσος, ον
rich in gold, of the Pactolus, Soph.