εὔχρυσος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχρῡσος Medium diacritics: εὔχρυσος Low diacritics: εύχρυσος Capitals: ΕΥΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: eúchrysos Transliteration B: euchrysos Transliteration C: eychrysos Beta Code: eu)/xrusos

English (LSJ)

εὔχρυσον, rich in gold, of the Pactolus, S.Ph.394 (lyr.); Σάρδεις Max.Tyr.27.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1110] goldreich, Πακτωλός Soph. Phil. 393.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en or.
Étymologie: εὖ, χρυσός.

Russian (Dvoretsky)

εὔχρῡσος: богатый золотом (Πακτωλός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, ἐπὶ τοῦ Πακτωλοῦ, Σοφ. Φιλ. 394.

Greek Monolingual

εὔχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος, άφθονος σε χρυσό («τὸν μέγαν Πακτωλὸν ἐύχρυσον», Σοφ.).

Greek Monotonic

εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὔ-χρῡσος, ον
rich in gold, of the Pactolus, Soph.