εὔχυλος

Revision as of 09:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A juicy, succulent, Thphr.CP6.11.15 (Comp.), Archig ap.Gal.12.460, etc.; of meat, Alex.189, Diph.Siph. ap. Ath.2.62c, Hices.ib.7.282d: metaph., Phld.Po.1676 Fr.11. Adv. -λως Hp.Mul.1.17.

German (Pape)

[Seite 1110] mit guten Säften, saftreich, Theophr., von Pflanzen; wohlschmeckend, bei Ath. VII, 282 d u. öfter. – Adv. εὐχύλως, saftreich, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῡλος: -ον, ἔχων καλὸν χυλόν, πλήρης χυλοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 15· Ἱκέσιος, αὐτόθι 282D. - Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 589. 28.

Greek Monolingual

εὔχυλος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος.
επίρρ...
εὐχύλως (Α)
με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός-γεύση»].