εὕρετρα

Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τά, A reward given to finder of lost property, Ulp.in Dig. 47.2.43.

Greek Monolingual

τα (ΑΜ εὕρετρα, τὰ και σπαν. εν. εὕρετρον, τὸ)
η αμοιβή που καταβάλλεται σε κάποιον ο οποίος βρήκε κάτι από αυτόν που το είχε χάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευρε- (του ευρίσκω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].