ατος, τό,= A ζώπυρον 1, gloss on φεψάλυξ, Sch.Ar.Lys.107.
[Seite 1144] τό, das Angefachte, der Funken, Schol. Ar. Lys. 107.
ζωπύρημα: τό, =ζώπυρον Ι, Σχόλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 107.
ζωπύρημα, τὸ (Α) ζωπυρώζώπυρο, σπινθήρας.