φεψάλυξ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
v. sub φέψαλος.
German (Pape)
[Seite 1267] υγος, ὁ, poet. statt φέψαλος; Archiloch. frg. 61. 111; οὐδὲ φεψάλυξ, auch nicht ein Fünkchen, Ar. Lys. 107; ἀπ οσκοτούμενοι ὑπὸ τῆς φερομένης λιγνύος καὶ τῶν φεψαλύγων, Pol. 1, 48, 6.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ) :
étincelle de cendre chaude.
Étymologie: φέψαλος.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φέψαλος
2. μτφ. ίχνος («ἀλλ' οὐδὲ μοιχοῦ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα -υξ, -υγος (πρβλ. πομφόλυξ)].
Russian (Dvoretsky)
φεψάλυξ: ῠγος (ᾰ) ὁ искра Polyb.: οὐδὲ καταλέλειπται φ. Arph. не осталось и следа.