ζωπυρώ
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
Greek Monolingual
ζωπυρώ, -έω (AM, Μ και -όω) ζώπυρος
1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο
2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω
μσν.
μέσ. ζωπυροῦμαι, -όομαι
φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ
αρχ.
1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω
2. επαυξάνω
3. (αμτβ.) εξάπτομαι σε φλόγα
4. μτφ. συντηρώ, διατηρώ με ζήλο
5. παθ. ζωοπυοῦμαι, -έομαι
(για έμβρυο) ζωογονούμαι από τη φωτιά.