θῆμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1208] τό, = θήκη od. ἀνάθημα, Soph. frg. 484.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
θῆμα, τὸ (Α) τίθημι
1. τάφος, μνήμα, θήκη νεκρού
2. γλωσσ. προοίμιο.
Russian (Dvoretsky)
θῆμα: ατος τό Soph. = θήκη.
Frisk Etymological English
θημών See also: s. τίθημι.