θημών
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (τίθημι) heap, ἠΐων θημῶνα… καρφαλέων Od.5.368; θ. ἀχύρων Arist.Mete.344a26; θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97.
German (Pape)
[Seite 1208] ῶνος, ὁ, das Zusammengelegte (τίθημι), der Haufen, nach Eust. eigtl. vom Korn, ἠΐων καρφαλέων Od. 5, 368; ἀχύρων Arist. Meteor. 1, 7, Sp., wie Opp. H. 4, 496. Vgl. θωμός.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
tas de blé, meule de paille.
Étymologie: R. Θε, poser, placer, v. τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θημών: ώνος ὁ куча, груда (ἠΐων καρφαλέων Hom.; ἀχύρων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι) ὡς τὸ θωμός, σωρός, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε.368· θ. ἀχύρων Ἀριστ. μετεωρ. 1. 7, 5· θημῶνα νηῆσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 496, πρβλ. Φίλωνα 2. 629.
Greek Monolingual
θημών, ὁ (Α)
σωρός («ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»].
Greek Monotonic
θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι), σωρός, σε Ομήρ. Οδ.