κάλη
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1308] ἡ, dor. u. att. = κήλη.
Greek (Liddell-Scott)
κάλη: κᾱλήτης, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ κηλ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. c. κήλη.
Greek Monolingual
κάλη, ἡ (Μ)
ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. καλή του καλός, με αναβιβασμό του τόνου].
Russian (Dvoretsky)
κάλη: (ᾱ) ἡ атт. = κήλη.