κάλη

Revision as of 10:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

καλήτης, A v. κήλη, κηλήτης.

German (Pape)

[Seite 1308] ἡ, dor. u. att. = κήλη.

Greek (Liddell-Scott)

κάλη: κᾱλήτης, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ κηλ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. c. κήλη.

Greek Monolingual

κάλη, ἡ (Μ)
ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. καλή του καλός, με αναβιβασμό του τόνου].

Russian (Dvoretsky)

κάλη: (ᾱ) ἡ атт. = κήλη.

Frisk Etymological English

Meaning: tumour
See also: s. κήλη.

Frisk Etymology German

κάλη: {kálē}
Meaning: Bruch
See also: s. κήλη.
Page 1,763