κέρχνη

Revision as of 10:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, kind of A hawk, prob. kestrel, Falco tinnunculus, Hsch.:— also κερχνηίς, contr. κερχνής, ῇδος, ἡ, Ar.Av.304, 589; κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Arist.HA509a6, Ael.NA2.43; κεγχρίς, Arist.HA558b28, 594a2, GA750a7.

German (Pape)

[Seite 1426] ἡ, der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνη: ἡ εἶδος ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ ὄνομα ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, ἴσως τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· κεγχρίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ ἀναλογία μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
crécerelle, oiseau de proie à voix rauque.
Étymologie: κέρχνος¹.

Greek Monolingual

κέρχνη, ἡ (Α)
βλ. κερχνηίς.

Greek Monotonic

κέρχνη: ἡ, είδος γερακιού, βραχοκιρκινέζο· επίσης κερχνηΐς, συνηρ. κερχνῄς, ῇδος, , σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κέρχνη, ἡ,
a kind of hawk, the kestrel; also