A rut, of the boar, Sciras 1.
καπρῴζομαι (Α)(για χοίρους) καπρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -ώζομαι, πιθ. αναλογικά προς ρ. σε -ώζω που δηλώνουν φωνές, κραυγές (πρβλ. κρ-ώζω, οιμ-ώζω)].